λαισηιον

λαισηιον
    λαισήϊον
    τό маленький щит (из невыделанной и покрытой шерстью кожи)
    

(πτερόεν Hom.; λαισήϊα ὠμοβοέης πεποιημένα Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαισηιον" в других словарях:

  • λαισήιον — λαισήιον, τὸ (Α) είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος*. Κατ άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • λαισήιον — animal s skin with hair left on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαισηίοις — λαισήιον animal s skin with hair left on neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαισηίου — λαισήιον animal s skin with hair left on neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαισηίων — λαισήιον animal s skin with hair left on neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαισήια — λαισήιον animal s skin with hair left on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Figuren in der Ilias — Dieser Artikel beschreibt ergänzend die Figuren in der Ilias, einem der ältesten Werke der griechischen und europäischen Literatur. Inhaltsverzeichnis 1 Menschen 1.1 Achaier 1.2 Troer 1.3 Sonstige …   Deutsch Wikipedia

  • οιήιον — οἰήϊον, τὸ (Α) (επικ. τ.) οἴαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ «τιμόνι, πηδάλιο», τ. σχηματισμένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών κατά τα λαισήϊον, ξεινήϊον. Ο τ. απαντά στον Όμηρο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»